Ἡ χρήση τῶν ὑπερήχων στὴν ἰατρική διάγνωση ξεκινάει τὸ 1950, βασίστηκε δὲ στὴν τεχνολογία τῶν SONAR, συστημάτων, ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθεῖ μία δεκαετία πρὶν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνεύρεση ὑποβρυχίων (εἰκ.1) ὑπὸ πολεμικῶν πλοίων ἐπιφανείας, ὅπως ἀντιτορπιλικῶν (εἰκ.2), θωρηκτῶν, φρεγατῶν, ἀεροπλανοφόρων.
Ἀπὸ τὸ 1950 μεσολαβεῖ μία 15ετία συνεχῶν πειραματικῶν ἐφαρμογών τῶν ὑπερήχων στὴν ἰατρική, γιὰ νὰ φθάσουμε τὸ 1965, ὅπου οἱ Γερμανοὶ Walter Krause καὶ Richard Soldner εἰσήγαγαν τὴν μέχρι σήμερα ἀκολουθούμενη B-Mode μέθοδο μὲ σάρωση τῶν ἐξεταζομένων ὀργάνων σὲ πραγματικὸ χρόνο – real time -, ἡ δὲ Siemens ἀνέλαβε τὴν ἐμπορικὴ παραγωγὴ τῆς μεθόδου παρουσιάζοντας τὴν 1η συσκευὴ γιὰ ἰατρικὴ χρήση μὲ τὴν ὀνομασία Vidoson 635(εἰκ.3).
Ἡ μέθοδος βρῆκε ἐφαρμογὴ κατ’ ἀρχὰς στὴν ἀξιολόγηση τῆς ἐγκυμοσύνης (εἰκ.4), σταδιακὰ δὲ ἐπεξετάθη καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς, ὅπως νεοπλάσματα, χολολιθίαση, κακώσεις ὀργάνων κ. ἄ.
Ἡ 2η ἐπανάσταση στὴν ὑπερηχογραφία ἔγινε τὸ 1983 μὲ τὴν ἀξιοποίηση καὶ ἐφαρμογὴ τoῦ φαινομένου Doppler στὸν ἔλεγχο τῶν ἀγγείων καὶ τῆς ροῆς τοῦ αἵματος. Ἐκεῖ βασίζονται σήμερα τὰ ἔγχρωμα ὑπερηχογραφήματα TRIPLEX (εἰκ.5).