Περίπου 5% τοῦ πληθυσμοῦ ὑποφέρουν ἀπὸ «ρινικοὺς πολύποδες ἢ πολύποδες παραρινίων κόλπων»-(εἰκ 2).
Τυπικὰ συμπτώματα εἶναι: ὑποτροπὲς ρινικῆς ἀποφράξεως (συνάχι, εἰκ.1), παραρινοκολπίτιδα (ἰγμορίτιδα), πονοκέφαλοι (ἐπιδεινούμενοι κατὰ τὴν ἐπίκυψη), φωτοφοβία, ὕπνος μὲ ἀνοιχτὸ στόμα,ἢ ἄπνοιες κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὕπνου, ροχαλητό, ἐνίοτε πυρετός καὶ γενικῶς διαταραχὴ τῆς ποιότητος ζωῆς τοῦ ἀτόμου. Ἐπιβαρυντικοὶ παράγοντες εἶνια ἡ σκολίωση ρινικοῦ διαφράγματος, ξένα σώματα στὴν μύτη (σκουλαρίκια), χρόνια ἀναπνευστικὰ προβλήματα ὅπως ἆσθμα. Ὅταν ἡ διάρκεια τῶν προσβολῶν ξεπεράσει τοὺς 3 μῆνες, ὀμιλοῦμε περὶ χρονιότητος τῆς νόσου.
Ἡ διάγνωση τίθεται ἀπὸ τὸν ΩΡΛ γιατρό ὕστερα ἀπὸ ρινοσκόπηση μὲ εὔκαμπτο ρινοσκόπιο.
Ἡ ἁπλὴ ἀκτινογραφία παραρινίων ἀποτελεῖ τὸν συχνώτερα χρησιμοποιούμενο ἀκτινολογικὸ ἔλεγχο (εἰκ. 3). Στὴν περίπτωση αὐτὴ (προβολὴ κατὰ Waters σὲ ὄρθία στάση μὲ ἀνοιχτὸ στόμα) τὸ πάχος τοῦ φυσιολογικοῦ βλενογόνου τῶν ἰγμορείων δὲν πρέπει νὰ ὑπερβαίνει τα 3mm. Ἐὰν τὸ πάχος εἶναι 3-5 mm ἔχουμε ἐλαφρὰ φλεγμονή, 5-10 mm ἔχουμε μέσης βαρύτητος φλεγμονή, καὶ ἐὰν>10mm τότε ἡ φλεγμονὴ χαρακτηρίζεται ὡς βαρειά. Ἡ ἐμφάνιση ὑδραερικοῦ ἐπιπέδου παραπέμπει σὲ ὀξεῖα φλεγμονή. Ὡστόσο ἡ ἁπλὴ ἀκτινογραφία δὲν εἶναι πάντα καὶ ἡ πιὸ ἐπαρκὴς καὶ ἀξιόπιστη μέθοδος καὶ σὲ περιπτώσεις δυσδιάγνωστες ὀφείλουμε νὰ καταφύγουμε στὴν βοήθεια τῆς ἀξονικῆς τομογραφίας (εἰκ.4), ὅπου δι’ αὐτῆς ἀποκτοῦμε πλήρη ἔλεγχο τῶν δομῶν τοῦ μέσου ρινικοῦ πόρου καὶ τῶν στομίων τῶν κόλπων, εἰδικὰ στὶς στεφανιαίες τομές. Τὸ μειονέκτημα τῆς μεθόδου αὐτῆς εἶναι πάντα ἡ ὑψηλὴ δόση ἀκτινοβολίας.
Ἡ θεραπεία ἐπιλογῆς εἶναι ἀντιβιοτικά, ἀποσυμφορητικὰ ρινός, ἐνίοτε κορτικοστεροειδῆ, σὲ χρόνιες δὲ περιπτώσεις οἱ ἀσθενεῖς ὁδηγούνται στὸ χειρουργεῖο, ὅμως ἕνα ὄχι εὐκαταφρόνητο ποσοστὸ 15% τῶν τελευταίων, πρέπει νὰ ὑπολογίζει σὲ ὑποτροπὲς τῆς νόσου μετὰ τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση.